- καταπληξία
- Μορφή κυκλοφορικής ανεπάρκειας, η οποία χαρακτηρίζεται από τη γρήγορη εμφάνιση πνευματικής νάρκης, γενικής αδυναμίας, ψυχρότητας των άκρων, υγρότητας του δέρματος, συχνού και μικρού σφυγμού και πτώσης της αρτηριακής πίεσης. Προκύπτει ως αποτέλεσμα της αδυναμίας της καρδιάς να προωθήσει ικανοποιητική ποσότητα αίματος στα ζωτικά όργανα, δηλαδή στους πνεύμονες, στον εγκέφαλο και στους νεφρούς. Ανάλογη με τη σοβαρότητα της κατάστασης είναι και η πρόγνωση. Στο αρχικό της στάδιο, η κ. μπορεί να υποχωρήσει, εφόσον ακολουθηθεί η σωστή θεραπευτική αγωγή, αλλά πολλές φορές μπορεί να προκαλέσει θάνατο, αν ο οργανισμός του ατόμου που πάσχει δεν αντιδράσει στη θεραπεία. Οι αιτίες που μπορούν να προκαλέσουν κ. είναι τραυματισμοί, σοβαρές αιμορραγίες, εγκαύματα, δηλητηριάσεις, έμφραγμα του μυοκαρδίου, διαβητική οξέωση, η νόσος του Άντισον, πνευμονική εμβολή, μαζική απώλεια νερού και ηλεκτρολυτών, αλλεργική αντίδραση και διάφορα λοιμώδη νοσήματα. Χρησιμοποιείται επίσης ο όρος σοκ.
* * *η (Α καταπληξία)νεοελλ.ιατρ.1. αιφνίδια απώλεια τού μυϊκού τόνου υπό την επίδραση μιας συγκίνησης, η οποία μπορεί να είναι γενικευμένη ή να εντοπίζεται στα άνω ή στα κάτω άκρα2. σοκαρχ.έκπληξη, κατάπληξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -πληξία (< -πληκτος < πλήσσω), πρβλ. απο-πληξία, εμ-πληξία].
Dictionary of Greek. 2013.